Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατορνεύω
διάτορος
διατραγεῖν
διατραγῳδέω
διάτραμις
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
διατριβή
διατριβικός
View word page
διατρεπτικός
διατρεπτικός
,
ή
,
όν
,
A).
dissuasive,
λόγος
Plu.
2.788f
.
ShortDef
dissuasive
Debugging
Headword:
διατρεπτικός
Headword (normalized):
διατρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
διατρεπτικος
IDX:
26104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26105
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατρεπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dissuasive,</span> <span class="quote greek">λόγος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.788f </span> .</div> </div><br><br>'}