Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατραγεῖν
διατραγῳδέω
διάτραμις
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διάτρημα
διάτρησις
διατρητάριος
διάτρητος
View word page
διατραχύνω
διατρᾱχύνω
,
A).
make quite rough,
Plu.
2.979b
( Pass.).
ShortDef
make quite rough
Debugging
Headword:
διατραχύνω
Headword (normalized):
διατραχύνω
Headword (normalized/stripped):
διατραχυνω
IDX:
26102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26103
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατρᾱχύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make quite rough,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.979b </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}