Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατραγεῖν
διατραγῳδέω
διάτραμις
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
διατρεμέω
διατρεπτικός
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
View word page
διάτραμις
διάτρᾰμις, εως, , ,
A). = λισπόπυγος , Stratt. 74 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάτραμις
Headword (normalized):
διάτραμις
Headword (normalized/stripped):
διατραμις
IDX:
26098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26099
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάτρᾰμις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λισπόπυγος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0508.tlg001:74" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0508.tlg001:74/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stratt.</span> 74 </a>.</div> </div><br><br>'}