Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατόναιον
διατονθορύζω
διατονικός
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
διατραγεῖν
διατραγῳδέω
διάτραμις
διατρανόω
διατρανῶς
διατραχηλίζομαι
διατραχύνω
View word page
διατορέω
διατορ-έω
,
A).
strike through, pierce,
Anon.
ap.
Suid.
ShortDef
strike through, pierce
Debugging
Headword:
διατορέω
Headword (normalized):
διατορέω
Headword (normalized/stripped):
διατορεω
IDX:
26092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26093
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατορ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strike through, pierce,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}