διάτονος
διάτονος, ον,(διατείνω)
2). extending from front to back, of bonding courses in a wall, . 2.8.7
II). in Music, διάτονον (sc. γένος), τό, the diatonic scale, opp. χρωματικόν, ἐναρμόνιον, Harm. p.19M. , etc.; δ. μέλος ; 1.18 δ. μελῳδία Comp. 19 .