Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διατοιχέω
διάτοιχος
διατομή
διάτομος
διατόναιον
διατονθορύζω
διατονικός
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
διατορέω
διατορία
διατορνεύω
διάτορος
View word page
διατονόομαι
διατονόομαι,
A). to be in a state of tension, Pall. Febr. 12 .


ShortDef

to be in a state of tension

Debugging

Headword:
διατονόομαι
Headword (normalized):
διατονόομαι
Headword (normalized/stripped):
διατονοομαι
IDX:
26085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26086
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατονόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in a state of tension,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Febr.</span> 12 </span>.</div> </div><br><br>'}