Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διατοιχέω
διάτοιχος
διατομή
διάτομος
διατόναιον
διατονθορύζω
διατονικός
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διατόρευμα
διατορεύω
View word page
διάτομος
διάτομος, ον,
A). = διχότομος , Mart.Cap. 8.864 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάτομος
Headword (normalized):
διάτομος
Headword (normalized/stripped):
διατομος
IDX:
26081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάτομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διχότομος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mart.Cap.</span> 8.864 </span>.</div> </div><br><br>'}