Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατιμητικός
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατιτραίνω
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διατοιχέω
διάτοιχος
διατομή
View word page
διατιτραίνω
διατιτραίνω, διατιτράω, διατίτρημι,
A). v. διατετραίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατιτραίνω
Headword (normalized):
διατιτραίνω
Headword (normalized/stripped):
διατιτραινω
IDX:
26070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26071
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατιτραίνω</span>, <span class="orth greek">διατιτράω</span>, <span class="orth greek">διατίτρημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διατετραίνω.</span> </div> </div><br><br>'}