Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατιμητικός
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατιτραίνω
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διατοιχέω
διάτοιχος
View word page
διατινθαλέος
διατινθᾰλέος, α, ον,
A). = τινθαλέος , Ar. V. 329 .


ShortDef

boiling hot

Debugging

Headword:
διατινθαλέος
Headword (normalized):
διατινθαλέος
Headword (normalized/stripped):
διατινθαλεος
IDX:
26069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26070
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατινθᾰλέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τινθαλέος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg004.perseus-grc1:329" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg004.perseus-grc1:329/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">V.</span> 329 </a>.</div> </div><br><br>'}