Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατιμητικός
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατιτραίνω
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
View word page
διατιμητικός
διατῑμ-ητικός
,
A).
gloss on
δοκιμαστικός
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διατιμητικός
Headword (normalized):
διατιμητικός
Headword (normalized/stripped):
διατιμητικος
IDX:
26067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26068
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατῑμ-ητικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δοκιμαστικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}