διατιμάω
διατῑμ-άω,
2). Med., get a thing estimated or valued, τὴν οὐσίαν ; 4.21 τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων ; 16.29 τὴν χώραν AJ 13.9.2 , cf. CIG 2266.8 (Delos), SIG 679.60 (ii B. C.):—also in Act., PRev.Laws 26.10 , Le. 27.14 .