Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατιμητικός
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατιτραίνω
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
View word page
διάτιλμα
διάτιλμα, ατος, τό,
A). portion plucked off, φύλλων AP 6.71 (Paul. Sil.).


ShortDef

a portion plucked off

Debugging

Headword:
διάτιλμα
Headword (normalized):
διάτιλμα
Headword (normalized/stripped):
διατιλμα
IDX:
26063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάτιλμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">portion plucked off,</span> <span class="quote greek">φύλλων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.71 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}