Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατιμητικός
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατιτραίνω
διατιτρώσκω
View word page
διατιλάω
διατῑλάω,
A). pass excrements, Hippiatr. 31 , al.


ShortDef

pass excrements

Debugging

Headword:
διατιλάω
Headword (normalized):
διατιλάω
Headword (normalized/stripped):
διατιλαω
IDX:
26061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26062
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατῑλάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pass excrements,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippiatr.</span> 31 </a>, al.</div> </div><br><br>'}