Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατερσαίνω
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
View word page
διατερσαίνω
διατερσαίνω, strengthd. for τερσαίνω, Prisc. p.301 D., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατερσαίνω
Headword (normalized):
διατερσαίνω
Headword (normalized/stripped):
διατερσαινω
IDX:
26050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26051
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατερσαίνω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">τερσαίνω,</span> Prisc.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg014.perseus-grc1:p.301" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg014.perseus-grc1:p.301/canonical-url/"> p.301 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}