Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατερσαίνω
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
View word page
διατέρπομαι
διατέρπομαι,
A). take one's pleasure with, γυναικί App. Mith. 27 .


ShortDef

take one's pleasure with

Debugging

Headword:
διατέρπομαι
Headword (normalized):
διατέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
διατερπομαι
IDX:
26049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατέρπομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take one\'s pleasure with,</span> <span class="quote greek">γυναικί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg014.perseus-grc1:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg014.perseus-grc1:27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">App.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mith.</span> 27 </a> .</div> </div><br><br>'}