Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατείνω
διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατερσαίνω
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
View word page
διατενής
διατενής, ές,
A). tending, πρὸς τὴν τελείωσιν Thphr. CP 2.15.2 .


ShortDef

tending

Debugging

Headword:
διατενής
Headword (normalized):
διατενής
Headword (normalized/stripped):
διατενης
IDX:
26048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26049
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tending,</span> <span class="quote greek">πρὸς τὴν τελείωσιν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:2:15:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:2:15:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CP</span> 2.15.2 </a> .</div> </div><br><br>'}