Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατερσαίνω
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
View word page
διατελευτάω
διατελευτάω,
A). bring to fulfilment, θεὸς διὰ πάντα τ. Il. 19.90 .


ShortDef

to bring to fulfilment

Debugging

Headword:
διατελευτάω
Headword (normalized):
διατελευτάω
Headword (normalized/stripped):
διατελευταω
IDX:
26044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατελευτάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bring to fulfilment,</span> <span class="quote greek">θεὸς διὰ πάντα τ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:19:90" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:19.90/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 19.90 </a> .</div> </div><br><br>'}