Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατερσαίνω
διατεταμένως
διατετηρημένως
View word page
διατειχισμός
διατειχ-ισμός, ,
A). fortifying, τᾶς πόλιος IG 4.757B25 (Troezen).


ShortDef

fortifying

Debugging

Headword:
διατειχισμός
Headword (normalized):
διατειχισμός
Headword (normalized/stripped):
διατειχισμος
IDX:
26042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατειχ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fortifying,</span> <span class="quote greek">τᾶς πόλιος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 4.757B25 </span> (Troezen).</div> </div><br><br>'}