Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατερσαίνω
View word page
διατείχιον
διατείχ-ιον, τό, = sq., D.S. 16.12 (s. v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατείχιον
Headword (normalized):
διατείχιον
Headword (normalized/stripped):
διατειχιον
IDX:
26040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26041
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατείχ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:16:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:16.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 16.12 </a> (s. v.l.).</div><br><br>'}