Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
View word page
διατεθρυμμένως
διατεθρυμμένως, Adv.,(διαθρύπτω)
A). weakly, Pl. Lg. 922c .


ShortDef

weakly

Debugging

Headword:
διατεθρυμμένως
Headword (normalized):
διατεθρυμμένως
Headword (normalized/stripped):
διατεθρυμμενως
IDX:
26037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατεθρυμμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">διαθρύπτω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weakly,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:922c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:922c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lg.</span> 922c </a>.</div> </div><br><br>'}