Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
View word page
διαταραχή
διατᾰρᾰχή
,
ἡ
,
A).
disturbance,
Plu.
2.317b
(pl.).
ShortDef
disturbance
Debugging
Headword:
διαταραχή
Headword (normalized):
διαταραχή
Headword (normalized/stripped):
διαταραχη
IDX:
26032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26033
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατᾰρᾰχή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disturbance,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.317b </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}