Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
View word page
διαταξίαρχος
διαταξίαρχος
,
ὁ
,
A).
assigner of offices, official of guild of
βουκόλοι,
IGRom.
4.386
(Pergam.).
ShortDef
assigner of offices, official of guild of βουκόλοι
Debugging
Headword:
διαταξίαρχος
Headword (normalized):
διαταξίαρχος
Headword (normalized/stripped):
διαταξιαρχος
IDX:
26029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26030
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαταξίαρχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assigner of offices, official of guild of</span> <span class="foreign greek">βουκόλοι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.386 </span> (Pergam.).</div> </div><br><br>'}