Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
View word page
διατανύω
διατᾰνύω,
A). = διατείνω, διὰ πτερὰ .. τανύσσας A.R. 4.601 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατανύω
Headword (normalized):
διατανύω
Headword (normalized/stripped):
διατανυω
IDX:
26028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26029
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατᾰνύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διατείνω, διὰ πτερὰ .. τανύσσας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:4:601" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:4.601/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 4.601 </a>.</div> </div><br><br>'}