Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
View word page
διατάμνω
διατάμνω, Ion. and Dor. for διατέμνω, Hdt. 2.139 , Tab.Heracl. 1.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατάμνω
Headword (normalized):
διατάμνω
Headword (normalized/stripped):
διαταμνω
IDX:
26027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατάμνω</span>, Ion. and Dor. for <span class="foreign greek">διατέμνω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:2:139" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:2.139/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 2.139 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Heracl.</span> 1.12 </span>.</div><br><br>'}