Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
View word page
διαταλαντόομαι
διατᾰλαντόομαι, Pass.,
A). swing to and fro, of a ship, Ach.Tat. 3.1 .


ShortDef

swing to and fro

Debugging

Headword:
διαταλαντόομαι
Headword (normalized):
διαταλαντόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαταλαντοομαι
IDX:
26025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατᾰλαντόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swing to and fro,</span> of a ship, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0532.tlg001.perseus-grc1:3:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0532.tlg001.perseus-grc1:3.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ach.Tat.</span> 3.1 </a>.</div> </div><br><br>'}