Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
View word page
διατάκτης
δια-τάκτης, ου, ,
A). assigner of posts, Herm. ap. Stob. 1.49.69 .


ShortDef

assigner of posts

Debugging

Headword:
διατάκτης
Headword (normalized):
διατάκτης
Headword (normalized/stripped):
διατακτης
IDX:
26022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26023
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-τάκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assigner of posts,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.49.69 </span>.</div> </div><br><br>'}