Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
View word page
διατακτέω
δια-τακτέω
,
A).
issue a decree,
Gloss.
ShortDef
issue a decree
Debugging
Headword:
διατακτέω
Headword (normalized):
διατακτέω
Headword (normalized/stripped):
διατακτεω
IDX:
26021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26022
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-τακτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">issue a decree,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}