Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διαταξίαρχος
View word page
διάτακτα
διά-τακτα, τά,
A). miscellaneous treatises, Anon. Vit.Arist. p.14.3 W.


ShortDef

miscellaneous treatises

Debugging

Headword:
διάτακτα
Headword (normalized):
διάτακτα
Headword (normalized/stripped):
διατακτα
IDX:
26019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-τακτα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">miscellaneous treatises,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Vit.Arist.</span> p.14.3 </span> W.</div> </div><br><br>'}