Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασωματίζω
διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
View word page
διαταγμός
δια-ταγμός, ,
A). = διάταξις 11 , ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαταγμός
Headword (normalized):
διαταγμός
Headword (normalized/stripped):
διαταγμος
IDX:
26018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26019
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-ταγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάταξις</span> <span class="bibl"> 11 </span>, ib.</div> </div><br><br>'}