Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
View word page
διαταγματικός
δια-ταγματικός, , όν,
A). edictalis, Gloss.


ShortDef

edictalis

Debugging

Headword:
διαταγματικός
Headword (normalized):
διαταγματικός
Headword (normalized/stripped):
διαταγματικος
IDX:
26017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-ταγματικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">edictalis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}