Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασχισμός
διασχοινίζω
διασχολέω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
View word page
διαταγεύω
διατᾱγεύω,
A). arrange, v.l. for διατάξαι in X. Cyr. 8.3.33 .


ShortDef

to arrange

Debugging

Headword:
διαταγεύω
Headword (normalized):
διαταγεύω
Headword (normalized/stripped):
διαταγευω
IDX:
26014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26015
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διατᾱγεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arrange,</span> v.l. for <span class="ref greek">διατάξαι</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:8:3:33" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:8:3:33/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cyr.</span> 8.3.33 </a>.</div> </div><br><br>'}