Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασχολέω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
διάτακτα
View word page
διασωπάσομαι
διασωπάσομαι,
A). v. διασιωπάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασωπάσομαι
Headword (normalized):
διασωπάσομαι
Headword (normalized/stripped):
διασωπασομαι
IDX:
26009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασωπάσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διασιωπάω.</span> </div> </div><br><br>'}