Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασχολέω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διαταγμός
View word page
διασωματίζω
διασωμᾰτίζω,
A). dismember, gloss on διατκηνίψαι , Hsch.


ShortDef

dismember

Debugging

Headword:
διασωματίζω
Headword (normalized):
διασωματίζω
Headword (normalized/stripped):
διασωματιζω
IDX:
26008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασωμᾰτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dismember,</span> gloss on <span class="ref greek">διατκηνίψαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}