Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάσχεσις
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασχολέω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
View word page
διασχολέω
διασχολέω, strengthd. for
A). ἀσχολέω, περί τι Hdn. 7.6.7 ( Med.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασχολέω
Headword (normalized):
διασχολέω
Headword (normalized/stripped):
διασχολεω
IDX:
26006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασχολέω</span>, strengthd. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἀσχολέω, περί τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0015.tlg001:7:6:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0015.tlg001:7:6:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdn.</span> 7.6.7 </a> ( Med.).</div> </div><br><br>'}