Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διασχάζω
διάσχεσις
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασχολέω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάσομαι
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
View word page
διασχοινίζω
διασχοινίζω
,
A).
scatter,
in pf. part. Pass.,
Hsch.
(
-σχην-
cod.).
ShortDef
scatter
Debugging
Headword:
διασχοινίζω
Headword (normalized):
διασχοινίζω
Headword (normalized/stripped):
διασχοινιζω
IDX:
26005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26006
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασχοινίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scatter,</span> in pf. part. Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-σχην-</span> cod.).</div> </div><br><br>'}