Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀανές
ἄανθα
ἀάπλετος
ἄαπτος
ἄας
ἀασιφόρος
ἀασιφρονία
ἀασιφροσύνη
ἀάσκει
ἀασμός
ἀάσπετος
ἀάστονα
ἀατήρ
ἄατος
ἄατος
ἀάτυλον
ἀάω
ἄβα
ἄβαγνα
ἀβαθής
ἄβαθρος
View word page
ἀάσπετος
ἀάσπετος
,
ἀάσχετος
, v. sub
ἄσπετος, ἄσχετος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀάσπετος
Headword (normalized):
ἀάσπετος
Headword (normalized/stripped):
αασπετος
IDX:
25
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀάσπετος</span>, <span class="orth greek">ἀάσχετος</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἄσπετος, ἄσχετος.</span> </div><br><br>'}