Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάσφαγμα
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διάσφαξις
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφετερίζομαι
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
View word page
διασφετερίζομαι
διασφετερίζομαι,
A). f.l. for σφετερίζομαι , Ph. 2.130 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασφετερίζομαι
Headword (normalized):
διασφετερίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασφετεριζομαι
IDX:
25985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασφετερίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">σφετερίζομαι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:130" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.130/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.130 </a>.</div> </div><br><br>'}