Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διάσφαγμα
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διάσφαξις
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφετερίζομαι
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
View word page
διασφακτήρ
διασφακτήρ, ῆρος, ,
A). murderous, σίδηρος AP 7.493 (Antip. Thess.).


ShortDef

murderous

Debugging

Headword:
διασφακτήρ
Headword (normalized):
διασφακτήρ
Headword (normalized/stripped):
διασφακτηρ
IDX:
25978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασφακτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">murderous,</span> <span class="quote greek">σίδηρος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.493 </span> (Antip. Thess.).</div> </div><br><br>'}