Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διάσφαγμα
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
View word page
διάσυρτος
διάσυρ-τος, ον,
A). drawn through, λημνίσκος Paul.Aeg. 6.34 .


ShortDef

drawn through

Debugging

Headword:
διάσυρτος
Headword (normalized):
διάσυρτος
Headword (normalized/stripped):
διασυρτος
IDX:
25971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάσυρ-τος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drawn through,</span> <span class="quote greek">λημνίσκος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6:34" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6.34/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 6.34 </a> .</div> </div><br><br>'}