Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διάσφαγμα
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
View word page
διασύρτης
διασύρ-της, ου, ,
A). detractor, Ptol. Tetr. 164 .


ShortDef

detractor

Debugging

Headword:
διασύρτης
Headword (normalized):
διασύρτης
Headword (normalized/stripped):
διασυρτης
IDX:
25969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασύρ-της</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">detractor,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:164" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:164/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 164 </a>.</div> </div><br><br>'}