Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
View word page
διασυριγμός
διασῡριγμός, ,
A). f. l. for διασυρμός , D.S. 14.109 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασυριγμός
Headword (normalized):
διασυριγμός
Headword (normalized/stripped):
διασυριγμος
IDX:
25964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασῡριγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f. l. for <span class="ref greek">διασυρμός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:14:109" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:14.109/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 14.109 </a>.</div> </div><br><br>'}