Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
View word page
διασυντρέχω
διασυν-τρέχω,
A). revolve with, τοῖς ἄλλοις, of heavenly bodies, Anon. in Ptol. Tetr. 119 .


ShortDef

revolve with

Debugging

Headword:
διασυντρέχω
Headword (normalized):
διασυντρέχω
Headword (normalized/stripped):
διασυντρεχω
IDX:
25963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασυν-τρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">revolve with,</span> <span class="foreign greek">τοῖς ἄλλοις,</span> of heavenly bodies, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in Ptol. Tetr.</span> <span class="bibl"> 119 </span>.</div> </div><br><br>'}