Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
View word page
διασυνιστάνω
διασυν-ιστάνω, = sq.,
A). τὸ μέλλον ἀγαθὸν δ. τῇ ψυχῇ Ph. 1.603 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασυνιστάνω
Headword (normalized):
διασυνιστάνω
Headword (normalized/stripped):
διασυνιστανω
IDX:
25961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25962
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασυν-ιστάνω</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">τὸ μέλλον ἀγαθὸν δ. τῇ ψυχῇ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:603" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.603/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.603 </a> .</div> </div><br><br>'}