Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστρώννυμι
διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
View word page
διασυκάξαι
διασυκάξαι· διασκεδάσαι ( Tarent.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασυκάξαι
Headword (normalized):
διασυκάξαι
Headword (normalized/stripped):
διασυκαξαι
IDX:
25960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασυκάξαι·</span> <span class="foreign greek">διασκεδάσαι</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}