Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
View word page
διασυγχύνω
διασυγ-χύνω, = foreg., A.D. Adv. 202.15 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασυγχύνω
Headword (normalized):
διασυγχύνω
Headword (normalized/stripped):
διασυγχυνω
IDX:
25959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασυγ-χύνω</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg002:202:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg002:202.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Adv.</span> 202.15 </a>.</div><br><br>'}