Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
View word page
διασυγχέω
διασυγ-χέω,
A). confuse utterly, Plu. 2.1078a .


ShortDef

confuse utterly

Debugging

Headword:
διασυγχέω
Headword (normalized):
διασυγχέω
Headword (normalized/stripped):
διασυγχεω
IDX:
25958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διασυγ-χέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confuse utterly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1078a </span>.</div> </div><br><br>'}