Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
View word page
διαστύφομαι
διαστύφομαι [ῡ], aor. -εστύφθην,
A). become constipated, Hippiatr. 35 .


ShortDef

become constipated

Debugging

Headword:
διαστύφομαι
Headword (normalized):
διαστύφομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστυφομαι
IDX:
25957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστύφομαι</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], aor. <span class="foreign greek">-εστύφθην,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become constipated,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:35/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippiatr.</span> 35 </a>.</div> </div><br><br>'}