Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστροφεύς
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυριγμός
διασυρίζω
διασυρμός
View word page
διαστύρακοι
διαστύρακοι, οἱ,
A). those with dark pupil and light iris, Hsch.


ShortDef

those with dark pupil and light iris

Debugging

Headword:
διαστύρακοι
Headword (normalized):
διαστύρακοι
Headword (normalized/stripped):
διαστυρακοι
IDX:
25956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25957
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστύρακοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">those with dark pupil and light iris,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}