Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφεύς
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυγχύνω
διασυκάξαι
διασυνιστάνω
View word page
διαστρωφάομαι
διαστρωφάομαι
,
A).
=
διαστρέφομαι
,
Sm.
Ps.
54(55).5
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαστρωφάομαι
Headword (normalized):
διαστρωφάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστρωφαομαι
IDX:
25951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25952
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστρωφάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαστρέφομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 54(55).5 </span>.</div> </div><br><br>'}