Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαστόλιον
διάστολον
διαστομαλίζομαι
διαστόμωσις
διαστομωτρίς
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφεύς
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστρωφάομαι
διαστυγνάζω
View word page
διαστρεβλόω
διαστρεβλόω, strengthd. for στρεβλόω, Aeschin. 3.224 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαστρεβλόω
Headword (normalized):
διαστρεβλόω
Headword (normalized/stripped):
διαστρεβλοω
IDX:
25942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαστρεβλόω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">στρεβλόω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg003.perseus-grc1:224" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg003.perseus-grc1:224/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aeschin.</span> 3.224 </a>.</div><br><br>'}